ουφ

ουφ
(Μ οὔφ και ὄφ)
επιφών. που εκφράζει: δυσφορία ή κατάκριση
νεοελλ.
εκφράζει: δυσαρέσκεια, ανυπομονησία, αποστροφή, ανακούφιση
μσν.
εκφράζει: πόνο ή φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τού αναστεναγμού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ουφ — επιφών. που εκφράζει στενοχώρια, αηδία, ανακούφιση: Ουφ, έσκασα. – Ουφ, έφυγε επιτέλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὑφ' — ἐπί , ἐπί being upon indeclform (prep) ὀπί , ὄψ voice fem dat sg ὀπά̱ , ὀπή opening fem nom/voc/acc dual ὀπά̱ , ὀπή opening fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀπαί , ὀπή opening fem nom/voc pl ὀπέ , ὀπός juice masc voc sg ὑφά̱ , ὑφή web fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουχ — (I) επιφών. ουφ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. ουφ)]. (II) (ΑΜ οὐχ) βλ. ου …   Dictionary of Greek

  • охъ — (53) межд. Ох: о ѡхъ братиѥ и оц҃и мои. ЕвАрх 1092, 175 (зап.); се слышавъ азъ рѣхъ. ѡхъ. ПрЛ 1282, 54б; ѡхъ ѡхъ голова мѧ болить не мочи псати а уже нощь лѧзмъ [так!] спати. Пр 1313, 39 (зап.); ѡхъ лихи черньци си. Там же, 123 ( …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βοι — βοῑ (Α) (επιφώνημα δυσαρέσκειας ή περιφρόνησης) ουφ! …   Dictionary of Greek

  • οφ — ὄφ (Μ) επιφών. βλ. ουφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”